- συμφορώτατα
- σύμφοροςaccompanyingadverbial superlσύμφοροςaccompanyingneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυμφορώτατα — συμφορώτατα , σύμφορος accompanying adverbial superl συμφορώτατα , σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορώτατ' — συμφορώτατα , σύμφορος accompanying adverbial superl συμφορώτατα , σύμφορος accompanying neut nom/voc/acc superl pl συμφορώτατε , σύμφορος accompanying masc voc superl sg συμφορώταται , σύμφορος accompanying fem nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφορος — η, ο / σύμφορος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α [συμφέρω] 1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ ἐν κακοῑς οὐ ξύμφορον», Σοφ.) 2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση») 3. ευνοϊκός αρχ. 1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι… … Dictionary of Greek